Σάββατο 25 Ιουνίου 2022

Κωνσταντίνος Τζούμας: Είμαι ένας πλάνητας νομάς, ελπίζω με καλό γούστο



Συνέντευξη του Κωνσταντίνου Τζούμα στην Αργυρώ Μουστάκα Βρεττού και στη Νάντια Κατσαρού για το pinkfroyd

 Δεν είναι δύσκολο να συναντήσεις τον Κωνσταντίνο Τζούμα περπατώντας στο Κολωνάκι. Ακόμα πιο πολλές πιθανότητες έχεις να τον πετύχεις στο Φίλιον. Και είναι πολύ εύκολο να μιλήσεις μαζί του. Αν μάλιστα η αύρα σου τού κάνει αίσθηση, θα σου μιλήσει πρώτος. Στο Φίλιον μας είχε πει ότι θα βρίσκεται το μεσημέρι Σαββάτου που πήγαμε να τον συναντήσουμε. Όταν φτάνει ο Τζούμας στο γνωστό καφέ της Σκουφά, και στην άλλη άκρη να κάθεσαι, το καταλαβαίνεις από την αναστάτωση. Περνάει από τα μισά τουλάχιστον τραπέζια και ανταλλάσσει κουβέντες με γνωστούς και φίλους του. Μέχρι να καθίσει και να έρθει το τσάι του. Τον πήραμε από την παρέα του και μετακομίσαμε σε πιο ήσυχο τραπέζι. Κρατούσε μια τσάντα από κατάστημα. Είχε κάνει στάση, καθώς ερχόταν, να αγοράσει ένα φουλάρι. Είναι ένα τέχνασμα με το οποίο προσπαθεί να ξεγελάσει την κατάσταση.

«Πρέπει να συντηρήσω την ψευδαίσθηση ότι η ζωή συνεχίζεται, ότι το λούσο, η κοκεταρία και η αισθητική που με έχουν αναθρέψει, δεν έχουν χλομιάσει και δεν έχουν υποχωρήσει. Δηλαδή η ιδέα τού τι κάνεις κανονικά, με γοητεύει πάρα πολύ. Ξέρω ότι δεν είναι έτσι, δεν είμαι πια τόσο ξεμυαλισμένος, ούτε βέβαια τόσο απελπισμένος άρα άμυαλα εξεγερμένος. Κάπου διάβαζα αυτές τις μέρες για το πρόβλημα που είχαν στον εμφύλιο αυτοί που δεν ήταν ούτε με τους μεν ούτε με τους δε. Αυτή είναι η ιστορία της ζωής μου. Δεν είμαι ούτε με τον Ολυμπιακό ούτε με τον Παναθηναϊκό, ούτε με το κόκκινο ούτε με το μπλε ούτε με το πράσινο, ούτε με το μαύρο. Με καμία ιδεολογία. Έτσι φτιάχνω τη δική μου κοινωνία με κάτι άγραφους νόμους, με σεβασμό στους έρωτες, στη φιλία, τις γεύσεις, τα ταξίδια, το γούστο, τη συναναστροφή και μ’ αυτό πορεύομαι. Αυτό δεν το αλλάζω με τίποτα».

Πιστεύει πως η τέχνη είναι μαγεία και αυτός ήταν ο στόχος του όταν αποφάσισε να ασχοληθεί με αυτήν. Δεν του αρέσει να βλέπει καλλιτέχνες που τους έχει γραπώσει, όπως λέει, από το σβέρκο μια ιδεολογία και τους κατευθύνει. Η κρίση δεν τον αλλάζει. Παρά το ότι πιστεύει πως πρόκειται για πόλεμο και έχει απώλειες, και μέρος των απωλειών είναι κι αυτός.
«Δεν είμαι βαθυστόχαστος για να σκεφτώ το μέγεθος της καταστροφής, είμαι επιπόλαιος άνθρωπος που θέλει να θερίζει τον αφρό των ημερών. Έτσι θα πορευτώ. Δεν πρόκειται να αλλάξω εξαιτίας του ότι κουκουλοφόροι κυκλοφορούν, άμυαλοι εξεγερμένοι αγανακτούν, αντιεξουσιαστές μιλάνε για ζαβαρακατρανέμιες. Είναι ένας κόσμος που δε με αφορούσε ποτέ και δεν 
καταλαβαίνω γιατί πρέπει να με αφορά τώρα, που είμαι ένας άνθρωπος λεηλατημένος από το χρόνο, με όχι αντοχές στα ερωτικά, κάθομαι σε μια κερκίδα με φαρμακευτική αγωγή και παρακολουθώ τα δρώμενα. Κάποτε στροβιλιζόμουν στην αρένα με χάρη».

Δεν τον θλίβει που δεν μπορεί να στροβιλιστεί ακόμη. Έχει ανακαλύψει τρόπους για να απολαύσει τη ζωή του και έτσι. Στο δρόμο πειράζει γυναίκες, φυσάει τα μαλλιά τους να ξεκολλήσουν από το λαιμό τους. Δεν τον ενδιαφέρουν φροϋδικές εξηγήσεις, αλλά πιστεύει ότι ένας λαιμός κι ένα μαλλί προσφέρονται για ανέμισμα. "M’ αρέσει να παίζω το ρόλο της αύρας" λέει. Πιστεύοντας ότι αυτό μπορεί να είναι και σαχλαμάρα, επιμένει ότι κάποιος σαν αυτόν, που, όπως τονίζει, δεν είναι βαθυστόχαστος, δεν έχει λόγους να μην το κάνει, αφού περνάει καλύτερα ο χρόνος έτσι.

Στην εποχή της κρίσης βλέπει ότι υπάρχει δίκιο σε όσους υποφέρουν, όσους δεν έχουν χρήμα ως μέσο για να έχεις πρόσβαση στις τέχνες, στα ταξίδια και στις γεύσεις. Το χρήμα και η περιφρόνησή του είναι η χρήση και όχι ιδιοκτησία, δηλώνει. Δεν μπορεί να κάνει ταξίδια πλέον. Πιστεύει ωστόσο πως θα έρθουμε κοντά ο ένας στον άλλον όπως τότε με το μεγάλο σεισμό, τότε που ακόμη και η «κίτρινη λαίλαπα» όπως τη χαρακτηρίζει, είχε γίνει ευγενική. Οξύνει και τις διαφορές, αλλά είναι στο χέρι μας να το διαχειριστούμε.

Ο ίδιος αγανακτεί μεν, εκτονώνεται δε, μέσω της εκπομπής του. Προσπαθεί πάντως να το κάνει με στυλ χωρίς να δίνει γροθιές στα στομάχια των ακροατών. Επιδιώκει να είναι βελούδινος. Δεν του αρέσει να τα χώνει, κι ας το κάνει συχνά. Πιστεύει πως ζούμε σε μια επιπόλαια χώρα, ότι το DNA μας είναι ποτισμένο με το εφήμερο, ότι η Ελλάδα δε λειτούργησε ποτέ γιατί δεν υπάρχει κανένα σύστημα.

«Παλεύουν ενάντια στο σύστημα. Μα δεν έχει η Ελλάδα σύστημα. Δεν είναι Ρωσία, ούτε Κίνα, ούτε Αμερική που έχουν ένα συμπαγές σύστημα το οποίο μπαίνεις στον πειρασμό να το υπονομεύσεις, να το αμφισβητήσεις, να παίξεις μαζί του. Οι διαχειριστές της εξουσία είναι σαν τις θείες σου, που με το που θα σε γνωρίσουνε, αντί να ασχοληθούνε με τα προβλήματα που κουβαλάς προς επίλυση, σε ρωτάνε τίνος παιδί είσαι κι από ποιο μέρος είσαι και κάτι γραφικότητες. Το ίδιο και τα αστυνομικά τμήματα. Είναι αυτό εξουσία; Έχει σχέση με τη Γερμανία, με τη Μόσχα που παγώνει το αίμα σου με την έφιππη αστυνομία;»

Τον ενοχλεί η άνευ λόγου μαγκιά του δεκαεξάχρονου, που γεμίζει τους τοίχους με «φτηνά συνθήματα», με τα οποία γέμισαν η Ακαδημία και τα κτίρια της Πανεπιστημίου. Θεωρεί ναρκισσιστικές τις συμπεριφορές τους και την απαίτησή τους να έρθει ο κόσμος στα μέτρα τους. Πιστεύει πως ο κόσμος θέλει πολύ χρόνο για να αλλάξει και πως η τέχνη θα παίξει σημαντικό ρόλο, αρκεί να μη λαϊκίζει. Κι ο ίδιος κάνει ό,τι μπορεί μέσα από τη δουλειά του.

Είναι φανατικά κατά της τεχνολογίας και δε σκοπεύει να ασχοληθεί ποτέ. Δεν του αρέσει να δηλώνει πως έχει «κοινό» και πιστεύει πως απλώς είναι δημοφιλής επειδή, μέσω της εκπομπής του, μπαίνει στα σπίτια του κόσμου. Και, ασφαλώς, αποφεύγει να χρωματιστεί και δεν του αρέσει που το κάνουν άλλοι γνωστοί και δημοφιλείς άνθρωποι του χώρου του.

«Πιστεύω ότι δεν έχουν πολύ μυαλό. Το έξυπνο πουλί που πιάνεται από τη μύτη. Η φάκα με το τυρί στήνεται. Το θέμα είναι το δαγκώνεις το τυρί; Εγώ δε θα ήθελα ούτε να το δαγκώσω ούτε να στήσω τη φάκα. Δε μ’ αρέσει να παγιδεύω, να κατακτώ. Μ’ αρέσει να κάνει ο καθένας ό,τι γουστάρει, αρκεί να έχει υπόψη του την παλιά φράση περί μαγκιάς: Μάγκας είναι αυτός που κάνει το δικό του, χωρίς να ενοχλεί το διπλανό του. Δε θέλω ν’ αλλάξω τη ζωή κανενός. Και δεν κρύβω ότι έχει και μια ιδιοτέλεια. Δε θέλω να γίνουμε πολλοί. Θέλω να είμαι ξεχωριστός. Να είμαστε λίγοι αυτοί που διαφέρουν. Η ιδέα ότι ξαφνικά όλοι θα είναι καλόγουστοι, ευαίσθητοι, με χιούμορ, θα σέβονται τα πάντα, με τρομάζει. Και δεν υπάρχει πουθενά. Πάντα υπάρχει το κακό που πάει κόντρα σε όλα τ’ άλλα, αλλά η εκδίκηση του καλού το απορροφά και το αλέθει».

Με την ευκαιρία της αναφοράς στο καλό και το κακό, θυμάται τον καιρό που σουλατσάριζε στη Νέα Υόρκη και βρέθηκε τυχαία στο Χάρλεμ στις 3 τη νύχτα, ντυμένος έτσι όπως μόνο αυτός θα μπορούσε να ντυθεί.

«Είχα βγει από ένα μπαρ, λιώμα από μαριχουάνα, ήταν η πρώτη μου εβδομάδα εκεί και δεν ήξερα από πού πάνε και περπατώντας για να βρω ένα μετρό, βρέθηκα στο Χάρλεμ. Κατάλαβα ότι κάτι έχει αλλάξει. Κάτι πιτσιρικάδες μου ζήτησαν τσιγάρο κι έτσι όπως ήμουν λιώμα, πέταξα το πακέτο. Πέρασε κι ένα αμάξι και σκόρπισε λάσπες και μου είπε “I like your style man”. Ρώτησα τους πιτσιρικάδες αν υπάρχει μετρό εκεί κοντά και με έστειλαν κάπου που ήταν όλοι μαύροι και γυρνούσαν κεφάλια και με κοιτούσαν. Η κοπέλα μου, που με φιλοξενούσε, με αναζητούσε και απόρησε πώς βγήκα ζωντανός από κει μέσα. Από αυτή την ιστορία συμπέρανα ότι φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη. Με είδαν έτσι, με πέρασαν για Ιταλιάνο που έχει σαρανταπεντάρι πάνω του ή τον ακολουθεί μια λιμουζίνα. Εγώ είχα βγει μια βόλτα στη νύχτα. Άλλα αντ’ άλλων δηλαδή. Εκτιμώ πολύ το άλλα αντ’ άλλων. Κι όταν συναντώ κανένα πλάσμα στα μπαρ το οποίο είναι κουφιοκεφαλάκι, αισθάνομαι μεγάλη τρυφερότητα. Έχω συναντήσει έρμαια σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης και κάναμε πολύ καλή παρέα».

Στη δεκαετία του ‘80 και του ’90 αλώνιζε την Αθήνα και παρατηρούσε τον κόσμο.

«Συναντούσα κορίτσια που ήταν λιώμα σε παγκάκια και δείχνανε το μουνάκι τους μπας και η βραδιά αλλάξει, αγόρια που ήταν έτοιμα να καταρρεύσουν, ανθρώπους που είχαν ξεφύγει από κανένα κρασοπουλιό. Δεν είχα αίσθηση του κινδύνου και πάντα ήμουν τυχερός γιατί πάντα κάποιο ταξί περνούσε και με επέστρεφε στην ασφάλεια της γειτονιάς μου».

Αντιμετωπίζει με ψυχραιμία τη ζωή. Τον έφτιαξε η Νέα Υόρκη, όπως λέει. Εκεί κατάλαβε πως δεν είναι το κέντρο του σύμπαντος. Και βλέπει τα πράγματα με μια χαλαρή διάθεση και συγχρόνως (αυτο)σαρκασμό και χιούμορ.

«Λένε καμιά φορά οι ακροατές: “Εσύ λες πράγματα πολύ σκληρά. Αυτή η περιφρόνηση που έχεις για οτιδήποτε λαϊκίστικο ή οι κορώνες για τους διαχειριστές της εξουσίας, δε φοβάσαι;” Τι να φοβάμαι; Ότι κάποιο σαλταρισμένο άτομο μπορεί να μου τινάξει τα μυαλά στον αέρα; Θα μυθοποιηθώ. Με δάφνινο στεφάνι. Ο Τζούμας έπεσε για τις απόψεις του. Είμαι 68 χρονών. Έχω περάσει μια χαρά, sex and drugs and rock’n’roll. Ε, ας φύγω μ’ αυτόν τον τρόπο».

Και επιστρέφει στην ελληνική εξουσία. Για να εκφράσει και πάλι την απογοήτευσή του για τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τις καταστάσεις Χρειαζόμαστε προτάσεις, υποστηρίζει, που όμως δεν τις δίνει ούτε ο αγέλαστος κόσμος της πρωτοπορίας.

«Εμένα που είμαι υπέρ του γκέιμινγκ και του ξεσαλώματος των σκελιών, δε μου λέει τίποτα. Πέρασα κι από κει, ωραία ήταν, αλλά δεν άντεξε. Πέρασα από πολλούς χώρους, αλλά δεν αντέχανε πολύ. Είναι σαν κάτι επαρχιακές πόλεις που πας και σε δυο μέρες έχουν τελειώσει».

Δεν του αρέσει να δίνει συμβουλές και πιστεύει πως ο καθένας πρέπει να ψάχνει να βρει κάποιες πηγές για να μπορέσει να πορευτεί.

«Πορευόμαστε μόνοι, με τον ίδιο τρόπο που ονειρευόμαστε. Εγώ είχα μια περιπέτεια με την υγεία μου το 2004 και παρά τη συμπαράσταση των γιατρών, την περιποίηση και τη φροντίδα, σα να ήμουν αρχηγός κράτους, εγώ το πέρασα μόνος. Όπως και οι έρωτες, έτσι κι αυτά, είναι μοναχικά ταξίδια. Μόνος σου θα τα κάνεις. Ακόμα κι αν δεν ξέρεις αν θα βγεις νικητής. Διάβαζα τότε κάτι βιογραφίες κάτι ωραία βιβλία, τρυφερή που ήταν η νύχτα και ξεγελάστηκα».

Είναι ακόμα τρυφερή η νύχτα; «Είναι. Μόνο που πέφτει το βλέφαρο και δεν μπορώ να την απολαύσω. Ξεκινάω με τις καλύτερες προθέσεις να περάσω μια τρυφερή νύχτα και καταλήγω συντροφικά και γλυκά σε μια αγκαλιά. Εμένα μου κάνει, για τις παρτενέρ δεν ξέρω. Λένε ότι δεν έχουν πρόβλημα, αλλά υποπτεύομαι ότι το λένε από ευγένεια κι από τακτ γιατί είναι νέες και θα ήθελαν κάποιον να τις σπρώξει στο πάτωμα να τους βγάλει το ρούχο, να τους σκίσει το εσώρουχο και να μπει μέσα τους, με τις μπότες στα κρεβάτια των γυναικών…».

Είναι καλός φίλος των γυναικών και συζητούν τα πάντα. Του αρέσει να κάθεται με τις ώρες και να τις ακούει. Ακόμα και συζητήσεις τύπου sex and the city. Πιστεύει πως αν δε λατρέψεις τη γυναίκα, αν δεν την ανεβάσεις σε βάθρο, δεν μπορείς να ασχοληθείς μαζί της.

«Σε απολαμβάνω» του λέει μια κοπέλα που μπήκε στο μαγαζί. Κι αυτή και όλοι μας. Προφανώς γιατί και ο ίδιος απολαμβάνει τη δουλειά του. Το ραδιόφωνο είναι αυτό που κάνει τη μέρα του πιο ενδιαφέρουσα, γιατί του αρέσει να εκτίθεται χωρίς να έχει προγραμματίσει κάτι. Κουβαλώντας από το σπίτι του ακόμη και τις πιο δυσοίωνες σκέψεις, με το που ξεκινάει όλα αλλάζουν. Και διαπιστώνει ότι η ζωή είναι ωραία ή τουλάχιστον μπορούμε να προσπαθήσουμε να την κάνουμε καλύτερη. Μετά βλέπει τον κόσμο με άλλο μάτι. Πηγαίνει στο Φίλιον και, βλέποντας τους άλλους να επεξεργάζονται το δελτίο ειδήσεων της προηγούμενης μέρας, διαπιστώνει ότι ζει σε άλλο, καλύτερο κόσμο. Πιστεύει ότι ο κόσμος μπορεί να γίνει καλύτερος γιατί ο Έλληνας βασίζεται στον αυτοσχεδιασμό της τελευταίας στιγμής.

«Είναι όπως στο θέατρο όταν η πρόβα τζενεράλε είναι άθλια. Η όλη παράσταση βγάζει μια αίσθηση ανεπάρκειας. Την επομένη η πρεμιέρα είναι μαγική».

Αυτό που μας λείπει είναι η μετατροπή του αρνητικού σε θετικό. Το σκοτάδι δε μας ταιριάζει. Ούτε του αρέσει να βλέπει να παίζουν το ρόλο του κατατρεγμένου. Είμαστε επιθετικοί ο ένας απέναντι στον άλλον και με υπερτροφικό το εγώ μας. Μας αρέσει η σύγκρουση, τονίζει. Θεωρεί μπανάλ τα πρότυπα της τηλεόρασης και αντιπαραθέτει το υψηλό γούστο που προέρχεται μέσα από την τέχνη και τη λογοτεχνία. Ο ίδιος δεν αποκαλεί τον εαυτό του καλλιτέχνη. Προτιμάει να παρουσιάζεται ως κάτι άλλο.

«Είμαι ένας πλάνητας νομάς, ελπίζω με καλό γούστο, στη χειρότερη περίπτωση καλόγουστος κλέφτης».

Τον ρωτάμε αν θα ήθελε κάτι άλλο από τη ζωή του, όπως το να έχει παιδί.

«Και ναι και όχι. Θα ‘ταν ωραία να γνώριζα καμιά που να είχε ένα παιδί και να το μεγαλώναμε μαζί. Α προπό, τα παιδιά με λατρεύουν και με κοιτάνε με περιέργεια πιστεύοντας ότι ενώ είμαι παιδί σαν αυτά, αλλά πώς έχω μεγαλώσει έτσι;»

Περιγράφει ιστορίες με παιδιά κι η κουβέντα εξελίσσεται και πάει σε ιστορίες με μεγαλύτερους. Θυμάται την πρώτη φορά που τον έφεραν σε επαφή με το Λευτέρη Βογιατζή, θεωρώντας πως πρόκειται για δύο προσωπικότητες που έχουν πολλά να πουν μεταξύ τους.

«Στο τραπέζι που θέλανε να ακουστούνε ατάκες δεν έγινε τίποτα, ένα βράδυ όμως που τον πέτυχα στο δρόμο, του μίλησα για την καλλιτεχνική σου ζωή της Νέας Υόρκης. Με έβαλε να του διηγηθώ μια δωδεκάωρη παράσταση του Μπομπ Γουίλσον λεπτό προς λεπτό. Κράτησε όλη τη νύχτα. Προχωράγαμε και τα λέγαμε. Στο Καλλιμάρμαρο, στο Ζάππειο, όπου μέσα απ’ τις φυλλωσιές αγόρια της απωλείας σφυρίζανε και αλληλοχαϊδευόντουσαν. Ο Λευτέρης δεν το πίστευε. Αν του ‘λεγαν να περάσει μόνος του, θα το σκεφτόταν. Αλλά είχε τόσο ενδιαφέρον που χαμπάρι δεν πήραμε».

Θαύμαζε τον Βογιατζή, αλλά και νέους καλλιτέχνες, όπως ο Παπαϊωάννου, η Κιτσοπούλου, ο Μαστοράκης και άλλοι που θεωρεί ότι κάνουν καλές δουλειές. Βλέπει τους ηθοποιούς να αγωνίζονται σε αποθήκες και εργοτάξια, με ελάχιστα μέσα, όμως με άψογο αποτέλεσμα. Θεωρεί πως και στη μουσική γίνονται εξαιρετικές προσπάθειες. Του αρέσει ό,τι είναι ζωντανό και συνδιαλέγεται με το σήμερα. Θαυμάζει τους καθημερινούς ανθρώπους που παρατηρεί γύρω του. Ακούει διαλόγους σε μπαρ και βρίσκει ενδιαφέρουσες τις σκέψεις τους. Από πολιτικούς θαυμάζει την παθητική αντίσταση του Γκάντι και τα λουλούδια στις κάννες των τανκς στην Τσεχοσλοβακία. Οι πολιτικοί της Ελλάδας δεν του αρέσουν και ειδικά για τους ανθρώπους της τέχνης που ασχολούνται με την πολιτική, τους προτιμάει όπως ήταν πριν. Ωστόσο του έχει κάνει εντύπωση ο Σαμαράς, που κανείς δεν το περίμενε να μπορέσει να τα καταφέρει.

Δεν κάνει καταχρήσεις και απορεί με τον εαυτό του.

«Με εντυπωσιάζει ο εαυτός μου που παρουσιάζεται τα τελευταία χρόνια ως ενάρετος. Ενώ κάποτε ήμουν άσωτος εν μέσω λογίων, έχω γίνει λόγιος εν μέσω ασώτων. Λέει η παρέα να πάμε να ξενυχτήσουμε και δε με αφορά πια. Ό,τι ήταν να γίνει, έγινε. Τόσο μου κράτησε».

Δέκα χρόνια του πήρε να γράψει τα τρία του βιβλία. Θα ήθελε να γράψει μυθιστόρημα, αλλά δεν το παίρνει απόφαση. Παραμένει και στο γράψιμο κατά της τεχνολογίας και γράφει με χαρτί και στυλό. Έτσι νιώθει και λίγο Φλωμπέρ. Κι όπως λέει «άμα δεν έχεις τέτοια πρότυπα, ποιους θα έχεις; Μ’ αρέσει αυτή η εποχή. Εκεί που τελειώνουν τα κρινολίνα και μπαίνουν μέσα οι ντανταϊστές…».

Από κινηματογράφο αγαπάει όλους τους μεγάλους, Ευρωπαίους κυρίως, σκηνοθέτες. Ωστόσο φέτος πιστεύει πως κάτι έχει παγώσει. Περιμένει κάθε εβδομάδα να θα βγει καμιά καλή ταινία που θα τον κάνει να μπει σε μια σκοτεινή αίθουσα και να μοιραστεί με αγνώστους το μισοσκόταδο. Τις θεωρεί απλώς συμπαθητικές και περισσότερο δημοσιογραφικές από καλλιτεχνικές.

Νοσταλγεί τις εποχές που υπήρχαν χώροι φιλόξενοι για ανθρώπους με καλλιτεχνικές ανησυχίες.

«Τρία πέντε πράγματα που είχαμε εδώ μέχρι τη δεκαετία του 80, τα εξαφάνισε η εκδίκηση της γυφτιάς, η περιβόητη σοσιαλιστική αλλαγή, γαμώ το ζιβάγκο τους. Τα υπέροχα μαγαζιά που μέσα ήταν προσωπικότητες και πνευματικοί άνθρωποι κι είχε δούναι και λαβείν. Πήραν λεφτά απ’ τα κόμματα και βγήκε μπροστά το γούστο τους. Γούστο δεν είχαν, παιδεία δεν είχαν, ευφάνταστο όραμα δεν υπήρχε, κατεβήκανε, μεταμορφωθήκανε σε κασμιρολινάτσες, αρχίσανε να χαίρονται, να τα ντιριντάχτα, να οι αστραφτερές γκόμενές τους… Είχα πάει στον κύριο Χρηστάκη που κόβει πατρόν για πουκάμισα και ρώτησα αν έχει τις λουστρινένιες αντρικές γόβες με τον γκρο φιόγκο του ταυρομάχου που συνοδεύουν το σμόκιν και μου απάντησε: “Κύριε Τζούμα, από τότε που φύγανε οι βασιλείς και ήρθε το ΠΑΣΟΚ πουλάμε μόνο ζιβάγκο”».

Για τη σχέση του με τη θρησκεία λέει: «Ο λόγος που πάντα μου άρεσε ο Μπέκετ, είναι επειδή έχει αυτούς τους ήρωες που παλεύουν για μία αγιοσύνη χωρίς Θεό».

Πιστεύει στην αριστοκρατικότητα της ουτοπίας. «Είναι ένα είδος κομψής αναρχίας. Να ξέρω τους κανόνες του παιχνιδιού και να μπορώ να τους ανατρέπω. Βέβαια, την αναρχία όπως την αντιλαμβάνεται ο καθένας. Εγώ την αντιλαμβάνομαι στα καλλιτεχνικά καφενεία της Βαρκελώνης τότε που κάποιοι λέγανε πράγματα που της μπουρζουαζίας της σηκωνόταν η τρίχα. Και μετά από χρόνια μιμήθηκε το στυλ τους».

Το στυλ του Κωνσταντίνου Τζούμα πάντως είναι αμίμητο. Και πιστεύουμε πως είμαστε τυχερές που το απολαύσαμε επί δύο ώρες. «Ε, φτάνει, βρε κορίτσια. Πόσα θα πούμε ακόμη; Σφουγγάρια είστε» έκανε πως διαμαρτυρήθηκε. Δεν έφυγε πάντως. Συνεχίσαμε τη συζήτηση σε πιο χαλαρό ύφος για λίγη ώρα ακόμη. Μέχρι να επιστρέψει στις παρέες που περίμεναν να τον απολαύσουν κι αυτές.

 

 (Τις φωτογραφίες τις αλιεύσαμε στο διαδίκτυο γιατί οι δικές μας πήγαν μαζί με τον αδικοχαμένο υπολογιστή που αποθηκεύτηκαν)

 

Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2021

Χέσ' το μ' ένα τραγούδι: Μη μου ξαναφύγεις πια - Έλα, τον πούλο!

Ξεκινώντας, να ζητήσω μία συγγνώμη και πάλι από τους φίλους Τσιτσανικούς, που θα τους πληγώσω, επειδή πάλι θα υποστηρίξω και θα αποδείξω ότι έχει γράψει κάποια από τα χειρότερα τραγούδια. Είμαι σαφώς Βαμβακαρική, αλλά δεν το κάνω γι' αυτό, το κάνω γιατί αυτό το "μη μου ξαναφύγεις πια" είναι ένας ύμνος στο μαλάκα και δεν πρέπει να υπάρχουν ύμνοι για κανένα μαλάκα. 

Πάμε να το χέσουμε.

Το 'ξερα μια μέρα πως θα 'ρθεις: Και βέβαια το 'ξερα. Όλοι επιστρέφουν στον τόπο του εγκλήματος, εκεί δηλαδή που ξέρουν ότι και καλά θα περάσουν και φροντίδα θα έχουν, και ασφάλεια, και ανοχή και συγχώρεση, όλοι το ξέρουν αυτό. 

Και τις τρέλες σου θα βαρεθείς: Τρέλες! Τρέλες! Τρέλες είναι η επιθυμία του μαλάκα να πάει να παίξει δεξιά κι αριστερά, γιατί δεν του αρκεί ένα παιχνίδι, θέλει συλλογή, είναι, λέει, συλλέκτης στιγμών, συλλέκτης εμπειριών, νομίζει και συλλέκτης μουνιών, α σαπέρα ρε. Στο μεταξύ, δεν ξέρει ότι όσο αυτός ψαχνόταν κι έτρωγε τη μια πόρτα πίσω απ' την άλλη, εσύ, αν ήθελες, έχεις κάθε μέρα κι από έναν. Οπότε, να σου πω εγώ τι θα πει συλλογή, κατακαημένε. Για να μην πω, πόσο τις βαριέται αυτές τις τρέλες, που καθόλου δεν τις βαριέται. Αυτές τον βαριούνται, αν και το πιο πιθανό είναι ότι δεν τον παίζουν καν. Για να το πούμε σωστά, ο τύπος πήγε να παίξει αλλού, έμεινε να τον παίζει και επέστρεψε στα σίγουρα. 

Μη μου ξαναφύγεις πια μάγκα μου, μείνε μες την αγκαλιά μου: Από πού να το πιάσω και πού να το αφήσω αυτό το ρεφρέν; Το βρήκα. Από το "μάγκα". Μάγκας αυτός που φεύγει για να πάει να παίξει αλλού κι άμα δεν τον παίξουν έχει μούτρα να γυρίσει; Είναι πασιφανές ότι εσύ τον έκανες μάγκα, κούκλα μου. Άμα του έδειξες ότι κατάφερε να σου προσφέρει εκεί δυο, τρεις, πέντε, δέκα οργασμούς, περνιέται για τίποτα γαμήκουλας και αποφάσισε να κάνει καριέρα ως τέτοιος. Αλλιώς, από μόνος του, κουραδόμαγκας στην καλύτερη. Έλα, που θες μια κουράδα στην αγκαλιά σου και δε θες να ξαναφύγει. Ουρτ!

Ήταν άδικος ο χωρισμός και ανυπολόγιστα σκληρός: Έτσι είναι η ζωή, ανυπολόγιστα σκληρή και άδικη. Και προφανώς, ήταν σκληρό αυτό που έκανε ο "μάγκας". Δε θέλουμε σκληράδες, ρε. Βασικά, το μόνο σκληρό που θέλουμε πάνω του, δεν είναι η συμπεριφορά του απέναντί μας, νταξ;

Μη μου ξαναφύγεις πια μάγκα μου, μείνε μες την αγκαλιά μου: Α, εσύ δε βάζεις μυαλό. Βρε τώρα δεν είπαμε ότι δεν είναι έτσι οι τίμιοι μάγκες; Τώρα δεν είπαμε δεν τους θέλουμε σκληρούς με αυτόν τον τρόπο; Έλα τον πούλο, φύγε, αγόρι μου και να μας γράφεις κι εγώ θα σε έχω γραμμένο, ξέρεις πού. Τι; Όχι;

Βρέθηκα στη στράτα της ζωής, δίχως μάνα δίχως συγγενείς: Ναι, εντάξει, κατανοούμε, αλλά δε μαζευτήκαμε εδώ για να μας μιλήσεις για το προσωπικό σου δράμα. Ήρθαμε να μας πεις για το μαλάκα. Βασικά, θέλω να μάθω αν ζήτησε, έστω, μια συγγνώμη που είναι τόσο μαλάκας ή αν τα έριξε όλα πάνω σου, οπότε ζήτησε και τα ρέστα. Γιατί όσο πιο μεγάλη σκατιά κάνει, τόσο περισσότερες είναι οι απαιτήσεις του όταν επιστρέφει. Εγώ πιστεύω ότι σου έβαλε και όρους.

Μη μου ξαναφύγεις πια μάγκα μου, μείνε μες την αγκαλιά μου: Ε, είσαι αμετανόητη. Είμαι σίγουρη ότι σου έβαλε όρους κι ότι κι εσένα τα θέλει ο κώλος σου. Να δεις που το επόμενο τραγούδι που θα χέσουμε, θα έχει πάλι εσένα πρωταγωνίστρια και θα είναι πάλι του Τσιτσάνη, συγκεκριμένα η μουρμούρα, που τον ενοχλεί κιόλας τον κύριο που θυμήθηκε να επιστρέψει στην κερά του, μετά από κάτι όργια με κομενάκια, μπουστουδγιουλουπουκειπέρα, 

Το τραγουδάκι είναι γνωστό και παίζει παντού. Δε θα το βάλω κι εδώ μέσα, γιατί πιστεύω ότι πρέπει να καταργηθεί.

Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2018

Του λιμανιού και του σαλονιού




Μέσα στο ολοκληρωμένο πακέτο της κατάντιας μας, προσθέτω κι ένα μεγάλο καημό που έχω για την κατάντια του λαϊκού τραγουδιού. Αν δούμε την πορεία του και πώς από το μάγκικο και το ρεμπέτικο κατέληξε σ’ αυτό το συνδυασμό φλώρικου και δήθεν ζόρικου (ζόρι εφάμιλλο με αυτό που μπορεί να σου προκαλέσει μια δυσκοιλιότητα) που είναι σήμερα, θα αντιληφθούμε ότι συνοδεύεται με όλες τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις. Αν δεχτούμε πως λαϊκό είναι το τραγούδι που εκφράζει το λαϊκό αίσθημα, την ψυχή του λαού και τα πάθη του, θα δεχτούμε και το γεγονός ότι λαϊκό τραγούδι σήμερα είναι ένα κλαψούρισμα για όνειρα πεταμένα στα λασπόνερα και κάτι άλλο που βλέπω να συζητιέται  στα social (και τα άλλα) media για σκούπισμα ποδιών (φαντάζομαι της άπιστης που, υποθέτω κι αυτή κυλιόταν και σερνόταν σε τίποτα λασπόνερα) πριν μπει .
Ομολογώ πως αυτό το τελευταίο άσμα δεν το έχει πάρει το αυτί μου. Είναι κι ότι παίρνω τα μέτρα μου και προφυλάσσομαι όσο μπορώ. Τρέμω στην ιδέα του ανοιχτού ραδιοφώνου, μην τύχει και πέσω σε κάτι που θα με οδηγήσει σε πράξεις απόγνωσης (μαλλιοτράβηγμα, υστερικό κλάμα, κουτούλημα στον τοίχο). Βέβαια, όλο και θα πέσω πάνω του, καθώς το γεγονός ότι κυκλοφορώ στον κόσμο, κάνει κάποια πράγματα αναπόφευκτα. Και τόσο τραγικά, που μοιάζουν αριστουργήματα τα κλασικά σκυλάδικα του ’80, τα οποία τώρα πια αντιμετωπίζουμε ως cult δημιουργίες και τα  θυμόμαστε με νοσταλγία.
Το λαϊκό τραγούδι είναι αυτό, είτε μας αρέσει είτε όχι. Αν μάλιστα πιστεύουμε πως το λαϊκό τραγούδι μπασταρδεύεται από το ’50 και αλλοιώνεται καθώς περνούν τα χρόνια, βουλιάζοντας σε βούρκους και λασπόνερα, έχουμε πολύ αυστηρά κριτήρια και καλά κάνουμε. Την ίδια κατάντια παρατηρούμε και στο δημοτικό τραγούδι. Παρά τις προσπάθειες που γίνονται για την διατήρηση και την αξιοπρεπή ανανέωσή του, η σαρωτική μόδα με τα σκυλοκρητικά και τα σκυλονησιώτικα (τα σκυλοκλαρίνα είναι παλιά ιστορία) έχει ξεπεράσει τα όρια της ασέλγειας.
Πρέπει να γνωρίσουμε τις ρίζες της μουσικής μας για να νιώσουμε σε βάθος την κατρακύλα της. Να ξέρουμε από πού ξεκίνησε για να καταλάβουμε πού κατάντησε. Ας το παλέψουμε, κάνοντας μια αναδρομή στα γρήγορα. Η μουσική, λοιπόν, κάποτε στη χώρα μας, είχε θεϊκή προέλευση. Είχε τις Μούσες να την προστατεύουν, μαζί με την ποίηση, τις τέχνες και τις επιστήμες, και μαζί τους, είχε προστάτη και τον Απόλλωνα, το Θεό του φωτός. Προφανώς δεν είναι τυχαίος ο συνδυασμός της μουσικής με το φως. Η μουσική δεν ήταν άλλη μια τέχνη για τους προγόνους μας. Βασικό της συστατικό ήταν το ήθος. Γι’ αυτό και ήταν απαραίτητη για τη διαπαιδαγώγηση των νέων. Στη θεωρία, στο ήθος, στην αρμονία, στην αισθητική και τη φιλοσοφία της αρχαίας ελληνικής μουσικής πάτησε αργότερα και η ευρωπαϊκή μουσική. Και, παρά το ότι δεν έχουμε ιδέα για το πώς έπαιζαν μουσική στην αρχαία Ελλάδα, θεωρούμε πως η βυζαντινή και η νεότερη ελληνική μουσική είναι κατά κάποιον τρόπο η εξέλιξή της. Αν μη τι άλλο, είναι στα ίδια «πατήματα» και το ίδιο ήθος, τουλάχιστον μέχρι την εποχή του Βαμβακάρη. Στη συνέχεια ήρθαν τα τσαλαπατήματα.
Για να καταλάβουμε τη διαφορά με την εποχή μας, ειδικά στη λαϊκή μουσική, πρέπει να πάμε πίσω στο χρόνο, στο λιμάνι του Πειραιά, στα στέκια του υποκόσμου, για να νιώσουμε τον ελληνικό ήχο αλλά και στίχο. Τον τρόπο με τον οποίο δέθηκαν τα παθιασμένα μινόρε των προσφύγων της Μικράς Ασίας με τα ζόρικα καραντουζένια της μάγκας του λιμανιού. Και να φύγουμε από το λιμάνι, όπως έφυγε και η λαϊκή μουσική. Και να στρωθούμε στο σαλόνι, εκεί που πλέον είναι η θέση της. Να επιστρέψουμε στο θλιβερό σήμερα. Την εποχή της βαρβαρότητας των ήχων και της ευτέλειας των στίχων.
Ένα ταξίδι όμως στα λιμάνια του κόσμου, μπορεί να μας δείξει ότι αυτή η ευτέλεια δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο αλλά υπάρχει παντού. Όπου υπήρξαν ανάλογες μουσικές. Πράγμα παρήγορο από τη μια, απογοητευτικό από την άλλη. Γιατί στην πραγματικότητα δεν έχει νόημα να έχουμε παρέα στην κατρακύλα.
Θα μπορούσαμε να πιάσουμε άλλο λιμάνι, να γνωρίσουμε κι άλλους κόσμους και άλλες μουσικές. Να ταξιδέψουμε για παράδειγμα μέχρι την Κωνσταντινούπολη για να δούμε την τύχη των ασίκηδων. Οι τραγουδιστές του δρόμου, κάτι σαν τους δικούς μας τους ρεμπέτες, απολαμβάνουν το σεβασμό και τη φροντίδα του κόσμου. Άνθρωποι που τραγουδούν, μεταξύ άλλων, τον έρωτα (aşık) κι από κει πήραν και το όνομά τους. Παρά το ότι πλέον αποτελούν και τουριστικό αξιοθέατο, διατηρούν κάτι από τον τρόπο ζωής των παλιών ασίκηδων, μαζί με το ήθος που τη συνόδευε. Δεν μπορούμε όμως να πούμε το ίδιο και για τους δερβίσηδες που συνδύαζαν την οθωμανική μουσική (απόλυτα συσχετισμένη με την ελληνική) με το μυστικισμό. Τα τάγματα των σούφι που η συμβολική περιστροφή τους αποτελούσε ένα κομμάτι από τον τρόπο λατρείας του Θεού. Τώρα ο μυστικισμός είναι κάτι άγνωστο (αν όχι απαγορευμένο από το αυστηρά κοσμικό τουρκικό κράτος) τα τάγματα πλέον είναι χορευτικά συγκροτήματα, αποτελούν την απόλυτη τουριστική ατραξιόν και κάνουν τα κόκαλα του Ρουμί να τρίζουν.
Ταξιδεύοντας προς τη Δύση, κάνουμε στάση στην Πορτογαλία. Τα θλιμμένα τραγούδια του λιμανιού είναι συστατικό της ντόπιας διασκέδασης, ταβέρνες υποδέχονται τουρίστες για να ακούσουν φάντο, με το ίδιο τρόπο που στη χώρα μας ακούν συρτάκι, και το saudade, η λέξη που εκφράζει το συναίσθημα του φάντο, έχει χάσει την έννοιά του. Το ίδιο συμβαίνει και παραδίπλα, στην Ισπανία με το duende, το συστατικό του φλαμένκο. Το οποίο καταφέρνει να αποκτήσει την αποδοχή του κόσμου, σε όλο τον κόσμο, αλλά χάνει τη μαγεία του.
Ας φύγουμε πιο πέρα, για να φτάσουμε στο Δέλτα του Μισισιπή, όπου γεννήθηκε από τους αφροαμερικανούς το μπλουζ, το εργατικό τραγούδι, το τραγούδι της φυλακής, που εγώ το λέω ρεμπέτικο σε άλλη γλώσσα. Η μουσική των σκλάβων και των κατατρεγμένων ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο και τελικά το είδος που έφτασε στο σημείο να επηρεάσει τη σύγχρονη δυτική μουσική, αλλά να χάσει όλη του τη σημασία. Αφού φτάσαμε να λέμε μπλουζ και να πηγαίνει ο νους μας γελοιωδώς στις γλυκανάλατες μπαλάντες που χορεύονται αγκαλιαστά και φέρουν κοντά τα σώματα, δεν παίρνω όρκο για τις ψυχές.
Η γελοιότητα επεκτείνεται στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τις κουβανέζικες χαμπανέρες ή τη βραζιλιάνικη σάμπα. Μουσική που έχουμε συνδέσει με το καρναβάλι, το ακραίο ξεφάντωμα, τις εξωτικές παρουσίες, τα στητά οπίσθια που κουνιούνται ρυθμικά και άλλες άσχετες φαντασιώσεις, και να αγνοούμε το γεγονός ότι πρόκειται για ένα χορό που προέρχεται από τις θρησκευτικές τελετουργίες των σκλάβων που μεταφέρθηκαν στη Βραζιλία, πως πρόκειται για μια μουσική που προέκυψε από την προσπάθειά τους να διατηρήσουν την κουλτούρα τους μέσα στις φαβέλες, πως επιχείρησαν μ’ αυτό να ξεγελάσουν τους Βραζιλιάνους, και πως ίσως αυτός ο ξεπεσμός της, να είναι η εκδίκηση των μεγαλοαστών της Βραζιλίας που την πήραν από τις παράγκες και τη βάλανε στα μεγάλα σαλόνια, ως κάτι απαλλαγμένο από το βάρος της σκλαβιάς, εξευγενισμένο, ωραιοποιημένο, φανταχτερό, χαρωπό και κουνιστό.
Παρόμοια κατάσταση και με το τάγκο. Που από τη στιγμή που έπαψε να διώκεται από την αστική τάξη ως κάτι αισχρό και ποταπό, από τότε που κάποιοι ανακάλυψαν πως πρόκειται για μια μουσική που μπορεί να κατακτήσει τον κόσμο, που μπορεί να πουληθεί για την ακρίβεια, αφήνοντας οικονομικό όφελος, από τότε που βγήκε από τα χαμαιτυπεία και τα καταγώγια του λιμανιού και μπήκε στα σαλόνια τους, έχασε την ουσία του και τη σημασία του.
Καταλήγω στο πιο πρόσφατο από τα φαιδρά φαινόμενα παραποίησης της μουσικής: Τη ρέγκε. Είδος που, με την παγκόσμια αποδοχή του, κατάφερε να χάσει την επαναστατικότητά του μέσα στα λίγα χρόνια της ύπαρξής του, και να μετατραπεί σε μουσική με την οποία τσιλάρει ο κάθε χάχας ανά τον πλανήτη, αγνοώντας πλήρως ότι πρόκειται για μια μουσική που φτιάχτηκε στην Τρεντστάουν, το γκέτο της πρωτεύουσας της Τζαμάικας, από οπαδούς του ρασταφαριανισμού, του κινήματος που σχετίζεται με την επιστροφή των Αφρικανών σκλάβων στις ρίζες τους. Η μουσική έχει ταυτιστεί πλέον με την καλοκαιρινή ραστώνη, την παραλία με τα εξωτικά κοκτέιλ και το ρυθμικό λίκνισμα, καμιά σχέση με το easy skanking του Μάρλεϊ και τη φιλοσοφία πάνω στην οποία βασίστηκε. Και, κυρίως, καμία σχέση με το έντονα πολιτικό, άγρια κοινωνικό και βαθιά θρησκευτικό περιεχόμενο των τραγουδιών αυτών.
Τα παραδείγματα με τις μουσικές σε όλο τον κόσμο είναι πολλά. Ο λαός, ο κάθε λαός, τα πάθη του, ο πόνος, η καταπίεση, η αδικία, ο έρωτας σε δύσκολες συνθήκες, έφτιαξαν μουσικές και τραγούδια που ξεχώρισαν, που σημάδεψαν, που δέθηκαν με τόπους και ανθρώπους. Που πάντα, σε κάθε περίπτωση, σε κάθε χώρα, οι μουσικές αυτές καπελώθηκαν από το ανώδυνο. Έγιναν εμπορικές, τουριστικές και τελικά ανούσιες.
Από την άλλη, αυτή η αποδοχή από τους πολλούς και η εμπορική αξιοποίησή τους, ήταν η αφορμή για να γνωρίσουμε τις μουσικές του κόσμου και τους κόσμους τους. Τουλάχιστον όσοι ενδιαφέρθηκαν να μάθουν τι υπάρχει πίσω από αυτό που ακούγεται. Πάντα είναι στο χέρι μας να μάθουμε να ξεχωρίζουμε το αυθεντικό από αυτό που για χάρη της εμπορικότητας, της τουριστικής προβολής και του ανώδυνου, κακοποιήθηκε. Αρκεί να έχουμε την ικανότητα να βρούμε τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο χαρέμι στο χαμάμ του Δελιά και τα μεταγενέστερα ντιριντάχτα. Να έχουμε την ικανότητα να νιώσουμε τον πόνο του τραγουδιστή του φάντο, να νιώσουμε το ντουέντε. Να νιώσουμε αυτό που κάνει αυτές τις μουσικές να ξεχωρίζουν. Την έντονη συναισθηματική κατάσταση που δημιουργούν. Να αντιληφθούμε τη μουσική  ως ανώτερη τέχνη και όχι ως ηχητική συνοδεία του γλεντιού.
Για να σταματήσει αυτή η κατρακύλα, θα πρέπει εμείς να βρούμε τη χαμένη μας αισθητική και η μουσική να ξαναβρεί το ήθος της, τη θεϊκή της προέλευση.


Δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Αίτιον το Μάρτιο του 2015


Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

Θέμης Ανδρεάδης: Δεν συμβιβάστηκα ποτέ

Έκανε ένα πέρασμα από τα μουσικά πράγματα της χώρας, επέβαλε το ύφος του, προκάλεσε αναστάτωση, εξαφανίστηκε. Τα τραγούδια του όμως έμειναν, έστω και ως ατάκες στη μνήμη μας, κι ήταν σα να μην έφυγε ποτέ.
ΘΕΜΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΗΣ: ΔΕΝ ΣΥΜΒΙΒΑΣΤΗΚΑ ΠΟΤΕ
Πέρασαν 25 χρόνια μέχρι να επιστρέψει με κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που μας είχε συνηθίσει. Αλλά κι ο ίδιος ο Θέμης Ανδρεάδης όμως, προσπαθεί να συνηθίσει τη νέα κατάσταση.
Έμεινα μεγάλο χρονικό διάστημα εκτός και προσπαθώ να προσαρμοστώ. Τώρα μου δημιουργεί προβλήματα με την έννοια ότι αλλιώς τα άφησα αλλιώς τα βρήκα. Σαφώς χειρότερα, αν και πάντα ήταν χάλια. Υπάρχει κάτι καλό και κακό. Ο κόσμος ήταν πάντα ίδιος κι όλα αυτά που λέμε ότι συμβαίνουν σήμερα, είναι σα να ήμασταν σε μία αυτιστική κατάσταση και να μην είχαμε καταλάβει.
Άλλαξε κι ο τρόπος ζωής. Περάσαμε στη δήθεν ευμάρεια και τώρα κρίση. Κακή εποχή για επιστροφή, αν και, κατά βάθος, όλοι την περιμέναμε.
Αν δεις απ’ έξω την προσωπική επιλογή, δεν μπορείς να δεις πολύ καθαρά. Είναι το τοπίο καινούργιο. Σήμερα το παρατηρούσα. Είναι ένα πολύ αυτιστικό και μόνο του παιχνίδι. Το λένε οι γιοι μου, 36 και 35 ετών. Μου λένε ότι είμαι πολύ ειδική περίπτωση. Πολύ μόνος και με όλους. Έτσι είναι όλοι. Από την αρχή που θα παίξεις αυτό το παιχνίδι των πολλών ερωτήσεων και των πολλών απαντήσεων θα πρέπει να πάρεις απόφαση να αντέξεις. Εγώ δεν άντεξα πολύ. Ήταν μία πολύ έντονη εποχή. Μέσα στη δικτατορία, νέοι άνθρωποι, χωρίς γραφεία παραγωγής. Εμένα δε με θέλανε οι εταιρείες. Κατά τύχη μπήκα και, ας πούμε, κατά τύχη βγήκα. Ο πρώτος, μετά το στρατό, που μου έδωσε χέρι βοήθειας, ήταν ο Γιάννης Μαρκόπουλος. Ήμουν 22 ετών, μέσα στη δικτατορία, το ’72 και μετά από πολλές ταλαιπωρίες, βρέθηκα στο συγκρότημά του. 22 χρονών, πολύ αδύνατο παιδί και έλεγα τον άντρα τον πολλά βαρύ. Είχα και την τύχη, τα πρώτα τραγούδια που είπα, να γίνουν επιτυχίες.

Και ξαφνικά, κάτι ήρθε να ανανεώσει το ελληνικό τραγούδι. Ή να το αναστατώσει; Θεωρείται ο δημιουργός ενός νέου είδους τραγουδιού που δημιουργήθηκε εκεί που κανείς δεν το περίμενε.
Δεν είχα τίποτα ζωντανό στα χέρια μου, να με θέλει κάποιος πολύ και να υπογράψω συμβόλαιο. Ό,τι δημιούργησα, το δημιούργησα από μία τρέλα προσωπική η οποία με οδηγούσε μόνη της. Από τη στιγμή που άρχισα να τραγουδάω όρθιος, χωρίς να έχω την κιθάρα στα χέρια μου, μου βγήκε κάτι που κι εγώ δεν κατάλαβα πως έγινε. Άρχισα να κουνάω χέρια πόδια στην αυλή κι όλοι κάθονται στη γη. Απ’ αυτό βγήκε ένα καινούργιο στυλ. Τώρα πώς βγήκε το σατιρικό τραγούδι, ενώ εγώ τα έλεγα πολύ σοβαρά, δεν μπόρεσα να καταλάβω. Πάντως δημιουργήθηκε αυτό το είδος στο οποίο δεν είχε πιστέψει κανείς. Ο δίσκος έγινε με το ζόρι, λες και μου χρώσταγαν χάρη. Έγραψα μουσική και τραγούδησα 13 τραγούδια και πήρα 13.000 δραχμές. Τίποτα. Είχε μεγάλη πλάκα γιατί ακολούθησαν μεγάλες επιτυχίες που ούτε οι ίδιοι το περίμεναν. Οι γελοιογραφίες που έβγαλα με το Λογοθέτη ήταν πρώτο νούμερο για πολύν καιρό.


Ήμουν μικρή αλλά θυμάμαι τα ραδιόφωνα να παίζουν τα τραγούδια του συνεχώς. Ο κόσμος να τα τραγουδάει. Ξαφνικά έγιναν όλα άνω κάτω στην ελληνική μουσική. Τι αντιδράσεις υπήρξαν;
Μου την είχαν και φυλαγμένη. Είχα προβλήματα, άλλαξα εταιρείες, δικαστήρια… Δεν είμαι του συστήματος κι αυτά τα 3-4 χρόνια που μπήκα, δεν το άντεξα.


Φάνηκε κι από την ξαφνική αποχώρηση. Και τώρα;
Θέλω να μείνω νέος όσον αφορά το θέμα της δημιουργίας. Να μπορώ να δημιουργώ εικόνες και να ζω με αυτές. Όσες φορές δεν το κατάφερα, είναι γιατί έφυγα από τη ρότα μου. Ακόμη και σήμερα στα 64 το επιδιώκω παρά τις αντιξοότητες. Για παράδειγμα, στα 25 μου και στα 62 μου ήρθα τετ-α-τετ με το θάνατο. Αυτό που με κράτησε είναι ότι αγαπώ πολύ τη ζωή. Οι καλλιτέχνες πιστεύουν ότι είναι αθάνατοι. Αν όμως αντιμετωπίσεις το θάνατο, υπάρχει ένα μεταίχμιο που κρατάει όχι παραπάνω από ένα δευτερόλεπτο. Αυτό που λέμε τα έχεις δει όλα. Στα 25 το συνάντησα μέσα σε στιγμές μεγάλης χαράς. Μέσα στην επιτυχία, πήγα να τραγουδήσω κάπου και… έφυγα. Παρά τα όσα συνέβησαν πάνω μου, παρέμεινα. Και η δεύτερη ήταν από καρκίνο. Σηκώθηκα να κάνω μετά από πολλά χρόνια ένα δίσκο γιατί ποτέ δεν ήμουν ευχαριστημένος και δεν ένιωθα άνετα να λένε ήρθε η Θέμης να τραγουδήσει και να πει τη Λούλα και είμαι πολύ ωραίος. Στο τέλος βέβαια εκεί θα καταλήξουμε. Αλλά εγώ δεν μπορώ άμα δεν πάω μπροστά.


Τα καινούργια του τραγούδια σε εντελώς διαφορετικό ύφος. Εσωστρεφή, ευαίσθητα και τραγούδια που ταιριάζουν σε έναν βαθιά σκεπτόμενο άνθρωπο. Όχι πως το χιούμορ πάει με την ελαφρότητα, αλλά τον λες και άνθρωπο των αντιθέσεων.
Ναι γιατί ο άλλος νόμιζε πως εγώ θα πάω σε μια παρέα και θα κάνω πλάκες. Στην πραγματικότητα είμαι πολύ εσωστρεφής. Η Άννα διαμαρτύρεται ότι σκέφτομαι πολύ. Δεν έχω άλλη επιλογή. Προσπαθώ να προσαρμόσω τον εαυτό μου στο ανέλπιστο.


Σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς, πώς ήταν η αποδοχή από τον κόσμο;
Το έκανα κυρίως για μένα. Για να μετρήσω τις αντοχές μου. Και αν υπάρχει ακόμη αυτή η φλογίτσα που λένε, που είναι σε ισχύ. Υπήρχαν και συνισταμένες δύσκολες. Αν δε διέθετα τα χρήματα, δε θα γινόταν. Από τον οικογενειακό κορβανά βγήκε και από την Άννα που ήθελε να με τιμήσει. Κάποιες φορές οι άνθρωποι χάνουμε τους στόχους μας. Δε φταίμε εμείς, τα πράγματα το φέρνουν. Και μετά επιστρέφουμε. Εγώ απλώς σηκώθηκα και έκανα δίσκο.
Στο πλευρό της αγαπημένης του συζύγου, της γλύπτριας Άννας Ανδρεάδη, όλα αυτά τα χρόνια, που έγινε και συνεργάτης της. Κι εκείνη στο δικό του. Μας περιγράφει τη σταδιακή επιστροφή του, πρώτα μέσα από το ίντερνετ. Στο κανάλι του στο youtube έχει στήσει ένα σημαντικό αρχείο.
Από τον καιρό που σταμάτησα να τραγουδάω –και ήταν άμεση η διακοπή- έκανα πράγματα που δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα κάνω. Είπα ότι δε θα ενδιαφερθώ και δε θα ενδιαφερθεί κανείς. Γιατί δεν είμαι ένας άνθρωπος που έχει γραφείο παραγωγής, δεν είμαι ο Σαββόπουλος, δεν είμαι ο Σφακιανάκης. Στο διαδίκτυο υπήρχε ένα τραγούδι μου. Από τη στιγμή που εγώ ενδιαφέρθηκα, κι άρχισα να φτιάχνω βιντεάκια και να τα δημοσιεύω στο youtube, άρχισαν να ενδιαφέρονται όλοι. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν γύρω στα 500-600 βίντεο και μερικά τραγούδια σε πολλές εκτελέσεις, από τα οποία το 80% έχουν την υπογραφή μου. Έχω και κάποια απόρρητα, τα οποία είπα στην Άννα –να μη με βρει κι αυτή τη φορά απροετοίμαστο- αν πάθω τίποτα, υπάρχουν περίπου 150 ακυκλοφόρητα τραγούδια που τα έκανα βιντεάκια, αν χρειαστεί, να τα βρει.


Και youtube και facebook, μια χαρά τα πάει με τα social media.
Θέλω να το ελέγξω. Υπάρχουν καλλιτέχνες, που είναι και γνωστοί μου, που παρασύρονται πολύ από αυτό και δεν κρατούν αποστάσεις. Εγώ αν και έχω εκτεθεί πολύ, ακόμη και με το εγγονάκι μου, το κάνω μόνο για να δηλώσω στάση ζωής. Δε βγαίνω να διαφημιστώ. Αυτά έρχονται από μόνα τους. Κι όταν νιώθω ότι απειλείται η προσωπική μου ζωή, αποσύρομαι. Το πρώτο είναι ότι ήθελα να κάνω γνωστή την παρουσία μου. Καλλιτέχνες, πάμπολλοι, έφυγαν 5 χρόνια από το παιχνίδι και εξαφανίστηκαν. Εγώ με τόσα χρόνια απουσίας και σα να μην άλλαξε τίποτα. Ορισμένοι άνθρωποι γράφουν στη συνείδηση του κόσμου με στάση ζωής τους. Ο χρόνος το δείχνει. Κι εγώ είμαι πολύ ευτυχισμένος που ζω, το βλέπω τώρα, συμβαίνει. Θα μπορούσα να μη ζω και να μιλάνε κάποιοι άλλοι για μένα, για την απουσία μου.
Τώρα όμως είναι εδώ και όλοι μιλάνε για την παρουσία του. Και για την επιστροφή του, με την οποία όλοι ασχολήθηκαν.
Ο Σπύρος Παπαδόπουλος, που δεν τον γνώριζα, όταν έμαθε ότι γύρισα στο χώρο, μου έκανε μια εκπομπή αφιέρωμα. Μου άρεσε αλλά με έβγαλε από αυτά που θέλω. Θέλω τώρα πια να λέω αυτά που μου αρέσουν. Όχι μόνο μουσικά, αλλά και μέσα από συναισθηματικές διαδικασίες. Κι αν θες να κρατήσεις κάτι από μένα, κράτα ότι δε συμβιβάστηκα ποτέ. Και η Άννα όταν τη ρωτάω τι είναι αυτό που την κρατάει τόσα χρόνια μαζί μου, αυτό μου λέει.
Μάλλον και η Άννα είναι ασυμβίβαστη. Μάλλον και όλη η οικογένεια. Μια οικογένεια ασυμβίβαστων καλλιτεχνών. Και μάλλον θα πρέπει να θαυμάζει ο ένας τον άλλον για να αντέχει μια σχέση. Η μεταξύ τους σχέση και όχι απαραιτήτως ο γάμος. Τι πιστεύει ο ίδιος γι’ αυτό;
37 χρόνια και τώρα πήρα μυρωδιά ότι ο σύντροφος της ζωής μου είναι η γυναίκα μου. Η γυναίκα-σύζυγος. Έχει ρίσκο αυτό. Δε βλέπεις ελαττώματα σε μια γυναίκα η οποία έχει πάρει τη μορφή της αγίας. Κι αυτό γιατί έτσι έχουμε συνηθίσει.

Πρέπει να πω ότι όταν μιλάει για την Άννα, λάμπει. Το ίδιο κι εκείνη όταν βρίσκεται δίπλα του. Κατέφθασε στην παρέα μας μετά από λίγο και γνώρισα μια εξίσου ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, με την οποία (και με την καλλιτεχνική της δημιουργία) θα ασχοληθούμε προσεχώς. Τώρα θα μείνω στο ότι συνάντησα μία από κείνες τις εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις ζευγαριών που λάμπουν μαζί μετά από τόσα χρόνια. Και το χάρηκα. Και θα κάνω μία μεγάλη στροφή για να αλλάξω θέμα. Θα πάω στη σχέση του Θέμη Ανδρεάδη με την πολιτική.
Από πολύ μικρός είμαι ενταγμένος μέσα σ’ αυτό που λέγεται πολιτική σκέψη. Σε οικογένεια αριστερών, με διώξεις, μεγαλωμένος σε ένα άθλιο περιβάλλον στην Καλλιθέα και τώρα έχω να πω πως εμείς οι Έλληνες, αυτό που έχουμε διδαχτεί με όλους τους τρόπους, δεν υφίσταται. Είναι ένα σκληρό και βρώμικο παιχνίδι διαπλεκομένων. Είχα μπλέξει και με την πολιτική και ήμουν ο πρώτος που διέγραψαν.
Υπάρχει ελπίδα και πώς θα μπορούσαμε να γλιτώσουμε από αυτό το παιχνίδι; Δεν είναι στο χέρι μας;
Δε γλιτώνουμε αυτό που γίναμε και πολλοί από εμάς κάνανε και τα παιδιά τους έτσι. Για να επιβιώσεις σαν άνθρωπος υποχρεώνεσαι να μποϋκοτάρεις το σύστημα. Παλιά λέγαμε να φύγουν στο εξωτερικό οι νέοι να γλιτώσουν. Αλλά να πας πού; Λένε και φωνάζουν οι γνωρίζοντες ότι πρέπει να γνωρίζουμε ιστορία. Σα νέος πίστευα ότι αυτό το όνειδος του πολέμου (πατήρ πάντων) θα ήταν η δικιά μου γενιά που δε θα το ζούσε. Διαψεύστηκα παταγωδώς. Το περνάω τώρα και είναι χειρότερα.

Μπορούμε να κάνουμε κάτι, να αντιδράσουμε;
Η ανθρώπινη επαφή. Να βρισκόμαστε κοντά. Πριν από τρία χρόνια έλεγα για μια κοινωνία αλληλεγγύης αλλά δεν έχει νόημα. Όλα είναι προδιαγεγραμμένα.

Όποιος περίμενε πως η συζήτηση με τον Θέμη Ανδρεάδη θα είχε χιούμορ και χαβαλέ, γελάστηκε. Πέρα από το ότι για να κάνεις χιούμορ πρέπει να το έχεις φιλοσοφήσει σε βάθος, εδώ είχαμε μια συζήτηση με σκέτο βάθος. Τόσο που πολλές φορές μου προκαλούσε αμηχανία. Αυτή η υπέροχη αμηχανία που νιώθεις όταν κάποιος σου μιλάει με την καρδιά του. Και χάρηκα πολύ που έγινε έτσι, χάρηκα πολύ που διαπίστωσα ότι υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι ανάμεσά μας.

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Κώστας Φέρρης: Ο κινηματογράφος είναι αλχημική τέχνη

Έχει κάνει μία από τις κορυφαίες ελληνικές ταινίες και (μαζί με τη σύντροφό του, Θέσια Παναγιώτου) κάποιες από τις καλύτερες εκπομπές της ελληνικής τηλεόρασης. Τον Κώστα Φέρρη τον ξέρουμε κυρίως ως σκηνοθέτη και ρεμπετολόγο. Πολλοί τον έχουν δει να τραγουδάει. Κάποιοι τον ξέρουν και ως αστρολόγο. Κάποιοι τον ξέρουν ως στιχουργό (μεταξύ άλλων και το θρυλικό 666 των Aphrodite’s child).
ΚΩΣΤΑΣ ΦΕΡΡΗΣ: Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΛΧΗΜΙΚΗ ΤΕΧΝΗ
Προσφάτως έγινε χομπίστας γραφίστας. Κάνει κι άλλα, που θα μας τα πει στην πορεία. Δε θα μιλήσω για αιώνιο έφηβο. Θα μιλήσω για αιώνιο επαναστάτη. Γιατί κάνει συνεχείς επαναστάσεις στη δουλειά, στη σκέψη και στον τρόπο ζωής του.
Τον πέτυχα πάνω σε τρεχάματα που είχε με την εφορία. Μια ιστορία γνωστή, που προσφάτως συζητήθηκε και από τα κανάλια. Άκρη δε βρέθηκε, αλλά τουλάχιστον του εγκρίθηκε τιμητική σύνταξη από το Υπουργείο Πολιτισμού.
Ρωτήσανε αν τα τελευταία χρόνια είχα περισσότερα από 15.000 το χρόνο, αλλιώς δε θα μου τη δίνανε. Εδώ και τρία χρόνια δεν έχω εισπράξει ούτε μία δραχμή. Απολύθηκε και η Θέσια από την ΕΡΤ, οπότε δεν υπήρχε εισόδημα. Τώρα ετοιμαζόμαστε καταρχήν να επιβιώσουμε. Τέλη Φεβρουαρίου, αρχές Μαρτίου έχουμε οργανώσει συναυλίες στη Νέα Υόρκη και γύρω πόλεις, υπολογίζουμε καμιά δεκαριά συναυλίες και ελπίζουμε μέχρι τότε να προκύψουν κι άλλες.
Μου περιγράφει την υπόθεση με την εφορία. Μια ιστορία που συμβαίνει σε πολλούς Έλληνες και είναι με δεμένα χέρια, αφού δεν μπορούν να δουλέψουν, δεν μπορούν να εισπράξουν, δεν μπορούν να πληρώσουν και τα χρέη αυξάνονται.
Είναι γελοίο και τραγικό. Για μία ομόρρυθμη εταιρεία που είχα πριν από 20 χρόνια (που μπήκαμε και μέσα γιατί δεν είμαστε επιχειρηματίες) η εφορία ανακάλυψε τώρα ότι είχαμε δύο εικονικά τιμολόγια. Ωστόσο το έργο έγινε και παίχτηκε στην ΕΡΤ, πληρώθηκε και κόσμος και πέσαμε και έξω. Μου πάτησαν κι ένα πρόστιμο 400.000 ευρώ κι εμείς κάναμε αγωγή. Μέχρι να εκδικαστεί αυτή η αγωγή (κρίθηκε το δικαστήριο αναρμόδιο και αναβλήθηκε επ’ αορίστω τελικά) η εφορία κατακρατάει όλα μου τα έσοδα από την ΑΕΠΙ, περίπου 1000 ευρώ το χρόνο, κι από την άλλη δε μου δίνει φορολογική ενημερότητα για να εισπράξω τα χρωστούμενα από το κέντρο. Είναι γελοίο γιατί δεν έχει νόημα. Πώς θα εισπράξεις τα λεφτά σου αν δε με αφήσεις να δουλέψω;
Τι φταίει για τον παραλογισμό που ζούμε;
Από τη στιγμή που μπήκε μέσα η μίζα, και όχι μόνο σε ανώτατα επίπεδα αλλά σε όλη την κλίμακα της εξουσίας, άρχισαν να επικρατούν οι φελλοί. Αυτό γίνεται τώρα.
Πώς μπορούμε να απαλλαγούμε;
Υπάρχουν δύο στάδια. Το πρώτο είναι μια γενική απεργία χωρίς τέλος. Χωρίς να βγαίνουμε στους δρόμους. Θα μείνουμε στα σπίτια μας. Πόσο θα αντέξουν; Όσο θα αντέξουμε εμείς. Υπάρχει και κάτι πιο αποτελεσματικό που δοκιμάστηκε στη δεκαετία του 60. Φτάνει να ξέρουμε πώς γίνεται. Οι καταλήψεις. Είναι το μεγαλύτερο όπλο που έχει ο κόσμος στα χέρια του αλλά θέλουν αλληλεγγύη και αγάπη για το σπίτι σου. Αυτό που καταλαμβάνεις είναι το σπίτι σου. Πρέπει να το καθαρίζεις, να το φροντίζεις, να το στολίζεις και να κάνεις μέσα πολιτιστικό έργο. Οι καταλήψεις που μπαίνουν μέσα και τα σπάνε όλα από μανία, δεν οδηγούν πουθενά.
Μιλάμε με κάποιον που έζησε το Μάη του ‘68 στο Παρίσι, οπότε δεν υπάρχει πιο κατάλληλος να μας πει πώς γίνεται.
Δε γίνεται κατάληψη με εξουσία, με αρχηγό κλπ. Συντονιστικά συμβούλια, ανακλητά κάθε μέρα. Ολόκληρη Σορβόνη με τόσα αμφιθέατρα, λειτουργούσε ρολόι γιατί είχε ένα συντονιστικό συμβούλιο το οποίο κάθε πρωί εξεταζόταν από τη συνέλευση και άμα δεν πήγαινε καλά, άλλαζε. Υπήρχε πρόγραμμα που έλεγε σε ποιο αμφιθέατρο γίνεται ποια εκδήλωση και παραχωρούσαν τα κενά σε όποιους ήθελαν να οργανώσουν κάτι. Όλα αυτά γίνονταν πάνω στην επανάσταση.
Ήδη γίνονται καταλήψεις και προσπάθειες αυτοδιαχείρισης στην Ελλάδα. Ο ίδιος με τη Θέσια, συμμετείχαν στο αυτοδιαχειριζόμενο ραδιόφωνο της πρώην ΕΡΤ. Πώς τις βλέπει αυτές τις προσπάθειες;
Αυτά γίνονται αδέξια. Πρέπει να καλλιεργηθεί μια παιδεία, μια μεταφορά εμπειριών από το τι σημαίνει κατάληψη, πώς λειτουργεί και να εγκαταλείψουμε τα παιχνίδια εξουσίας. Το Μάη του ’68 δεν είχαν προλάβει να οργανωθούν οι ομάδες εξουσίας και γι’ αυτό από την πρώτη στιγμή μπήκε η ιδέα των συντονιστικών συμβουλίων. Την πρώτη μέρα κατέλαβαν τα πανεπιστήμια. Η φαντασία κατέλαβε την εξουσία. Κι αντί για οτιδήποτε άλλο, κάναμε πολιτιστικές εκδηλώσεις. Προβολές, παρουσιάσεις, ακροάσεις, μετά πηγαίναμε, στήναμε οδοφράγματα, ρίχναμε μερικές πέτρες και ξαναγυρίζαμε. Καταλάβαμε και τα σχολεία, στο τέλος είπαμε να καταλάβουμε και το Οντεόν, το θέατρο. Στην κατάληψη του χρηματιστηρίου δεν τα καταφέραμε. Στην κατάληψη της τηλεόρασης έριξε κάποιος την ιδέα να τη ρίξουμε σαν τα τείχη της Ιεριχούς, να γυρνάμε γύρω γύρω τραγουδώντας, μέχρι να συγκινηθούν οι απάνω. Πήγαμε, ήταν κι ο Γκοντάρ μαζί, και καταφέραμε να κάνουν οι δημοσιογράφοι κατάληψη. Ακολούθησαν τα εργοστάσια. Τα μικρά βάλανε μπροστά τις μηχανές, τα μεγάλα τα εμπόδιζε το κομμουνιστικό κόμμα. Και έμεινε το τελευταίο, να καταλάβουνε τα σπίτια τους. Εκεί διαλύθηκαν όλα. Φαντάσου τι έχει να συμβεί αν γίνει κάτι τέτοιο στην Ελλάδα.
Τότε κάνανε τέχνη στην επανάσταση. Σε δύσκολες εποχές, πώς μπορεί να προσφέρει;
Είναι πολύ δύσκολο γιατί πρέπει να έχει συνείδηση ο κόσμος και να επιβληθεί συνείδηση στους πολιτικούς, γιατί αυτοί δε θα το δεχτούν ποτέ. Η μεγαλύτερη δημιουργία του ανθρώπινου πολιτισμού είναι η δημοκρατία και μία σημαντική λειτουργία της είναι η πολιτική. Ο πολιτισμός δημιούργησε τη δημοκρατία και την πολιτική. Για παράδειγμα, τη Μαρία Κανελλοπούλου στο ΣΥΡΙΖΑ την αντιμετωπίζουν σαν το κορίτσι της τηλεόρασης. Θα έπρεπε να είναι πάνω από όλους τους άλλους τους ηλίθιους γιατί πιάνει τα πράγματα από άλλη πλευρά. Νομίζουν ότι κάνουν χάρη στους καλλιτέχνες και τους παίρνουν για να φέρνουν κόσμο επειδή είναι επώνυμοι. Δεν υπάρχει καμία εκτίμηση από την πολιτική στον πολιτισμό, ούτε καιν στο ΣΥΡΙΖΑ. Κι ύστερα λένε εσείς οι διανοούμενοι δε μιλάτε. Μιλάμε αλλά κανείς δε μας ακούει, δε μας καλεί, δε μας μεταδίδει. Εμένα όποτε με καλούσε ο Τριανταφυλλόπουλος ρωτούσε για οποιοδήποτε θέμα αν θα το έβλεπα ως ταινία, αποκλείοντάς με από άλλους τομείς σκέψης.
Υπάρχει ελπίδα;
Μόνο αν γίνει μια γενναία ανατροπή που θα συνοδευτεί από ανατροπή στην Ευρώπη. Και επειδή η Ελλάδα είναι διαφορετική από τις άλλες χώρες, είναι η μόνη χώρα που μπορεί να δώσει το παράδειγμα. Και αν είναι να ξεκινήσει κάτι, από την Ελλάδα θα ξεκινήσει. Εδώ βλέπεις ο Τσίπρας τρώει του κόσμου το βρισίδι από όλους τους χώρους και στην Ευρώπη γίνονται κόμματα με αυτόν πρότυπο. Είμαι επιφυλακτικός για τον ΣΥΡΙΖΑ γιατί έχει πολλή νέα τάξη μέσα. Δε με ενοχλούν οι αριστερίστικες συνιστώσες του, γιατί αυτές είναι η συνείδησή του, αλλά λέω δύο πράγματα. Το ένα το λέει κι η Θέσια: Αν μη τι άλλο, να τελειώσουμε με τα τζάκια. Κι εγώ συμπληρώνω, να πάρει την εξουσία, τουλάχιστον κάποια πρώτα μέτρα θα τα πάρει. Αυτό λέγαμε και το ’62-’63, που πηγαίναμε στις συγκεντρώσεις του Γεωργίου Παπανδρέου, έχοντάς τον για παπατζή. Πήρε την εξουσία και την άλλη μέρα αρχίσαμε τις πορείες. Να γυρίσουν οι εξόριστοι από τη Μακρόνησο, να δώσει διαβατήρια στους νέους, ακόμη και οι κινηματογραφιστές κάναμε για να εξασφαλίσουμε το μεσημεριανό μας.
Γιατί πάντα στις επαναστάσεις στο τέλος κάτι στραβώνει; Ειδικά η Γαλλία μας έχει διδάξει ξανά και ξανά και καταλήγει χειρότερη κι από πριν.
Νομίζω από την αρχή η επανάσταση ήταν στραβή. Κάθε φορά η επανάσταση οδηγεί μαθηματικά σε ολοκληρωτική εξουσία. Οδηγεί σε Ροβεσπιέρους. Το ίδιο είχε γίνει και με τον Σαβοναρόλα. Ολόκληρος ουμανισμός γέννησε έναν από τους μεγαλύτερους δικτάτορες της ιστορίας της ανθρωπότητας. Οι Γάλλοι δεν είναι πολύ έξυπνος λαός. Γύρω στο ’72-’73 με είχαν καλέσει στην τηλεόραση. Είχαμε κάνει το 666 τότε και ήμασταν στη μόδα. Με ρώτησαν πώς αισθάνομαι εξόριστος στον πολιτισμό μιας χώρας που με φιλοξενεί. Σε μια χώρα της οποίας ο πολιτισμός αποτελείται από τον Πικάσο και τον Μπουνιουέλ που είναι Ισπανοί τον Τζον Ντος Πάσος που είναι Αμερικάνος και τον Ζαν Λυκ Γκοντάρ που είναι Ελβετός, αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου, τους είπα. Ο σύγχρονος γαλλικός πολιτισμός, φτιάχτηκε από φιλοξενούμενους.
Ε, εντάξει, είχαν και μια φιλοσοφία πίσω τους. Την αξιοποιούν;
Το ‘67 ήμουν σε μια συγκέντρωση με ένα φίλο, κι ένας κύριος που μου συστήθηκε ως φιλόσοφος. Μου ήρθε να γελάσω και με κράτησε ο φίλος μου. Οι καθηγητές φιλοσοφικής ονομάζονται φιλοζόφ. Τότε κατάλαβα την παρακμή της φιλοσοφικής σκέψης. Από τη στιγμή που η φιλοσοφική σκέψη έγινε υποχρεωτικά με αναφορές, παραπομπές και βιβλιογραφία, τελείωσε. Σκέψη είχαν μόνο οι Έλληνες.Όλη η παιδεία και η κουλτούρα των ξένων είναι με αναφορές. Κάνεις ένα ντοκτορά και άμα δεν παρουσιάσεις μια φοβερή βιβλιογραφία, σου το απορρίπτουν. Κάποια στιγμή, στο συνέδριο των Δελφών όπου βγάλαμε τη χάρτα του οπτικοακουστικού, μπήκε το θέμα να διδάσκεται ο κινηματογράφος από το δημοτικό σαν γλώσσα καθομιλουμένη. Για να μάθει ο κόσμος να διαβάζει σωστά. Και ξαφνικά απέναντί μου ήταν ένας πραγματικός φιλόσοφος και βραβευμένος με δύο Νόμπελ, ο οποίος ανησυχούσε για τη βία σε παιδική ηλικία και εξέφρασε το φόβο ότι ο κινηματογράφος μπορεί να δημιουργήσει τερατώδη πλάσματα. Ήθελε να πειστεί για το πόσο ακίνδυνο ήταν να διδάσκεται από το δημοτικό. Εγώ ήμουν απλώς σκεπτόμενος καλλιτέχνης και τι να πω στον επιστήμονα. Κι αρχίζω και περιπλανιέμαι θρασύτατα σε όλους τους τομείς της σκέψης. Κατέληξα στο ότι εάν η φύση, από το big bang μέχρι το συγκινησιακό μοντάζ του Αϊζενστάιν, δημιουργεί τέρατα, ας γίνουν τέρατα. Με πείσατε, μου είπε. Τον έπεισα με καθαρή, πρωτογενή σκέψη.
Η δική του σχέση με τη φιλοσοφία;
Τα τελευταία 20 χρόνια άρχισα να μελετάω προσεκτικά τους αρχαίους Έλληνες. Και επειδή ετοιμάζω το βιβλίο μου για τη γλώσσα του κινηματογράφου, άρχισα να τους ψάχνω περισσότερο. Όταν συμβιβαστείς με την ιδέα ότι ο Πλάτωνας είναι συμβατός με τον Αριστοτέλη και ισχύει και ο ένας και ο άλλος συγχρόνως, ξαφνικά σου ανοίγεται ένας κόσμος απίθανος. Είναι η ελληνική σκέψη, μέσα από την οποία σχηματίζεις τη δική σου. Δεν είναι τυχαίο ότι μία από τις πιο προχωρημένες θρησκείες του κόσμου, οι σούφι, έχουν τον Τίμαιο του Πλάτωνα ανάμεσα στα 5 ιερά τους βιβλία.
Πώς αντιμετωπίζει την αριστερά και τη δεξιά;
Είναι μια σύγχυση άνευ προηγουμένου. Στην πραγματικότητα αριστερά και δεξιά είναι δύο φαινόμενα από τις 4 εποχές της φύσης.Ο χειμώνας έρχεται για να συντηρήσει το σπόρο, η άνοιξη για να φυτρώσει και να ανθίσει, το καλοκαίρι η ανάπτυξη και μετά η επανάσταση. Και μετά ξανά συντήρηση και πάλι επανάσταση. Και τα δύο χρειάζονται. Και η πρόοδος και η συντήρηση της προόδου. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μία κοινωνία που να ομονοεί. Ένα έθνος για να συγκροτηθεί πρέπει να είναι ενωμένο. Αν προκαλείς αυτή τη διάσπαση στο εσωτερικό της κοινωνίας, θα έχεις εμφύλιο και κατακτητές. Όποιος το συνειδητοποιεί πρέπει να το καταπολεμά. Και τα φαινόμενα της τρέλας, όπως τη Χρυσή Αυγή. Ένα φαινόμενο φυσικό, που δε δημιουργήθηκε τυχαία. Όταν τόσον καιρό αδιαφορεί η εξουσία για το τι γίνεται στον Άγιο Παντελεήμονα, δε θα έρθει μια ομάδα που θα δέρνει μετανάστες; Αυτός που ζει εκεί, θα τους υποστηρίξει. Το ότι είναι εγκληματική οργάνωση; Κι ο άνθρωπος είναι εγκληματίας. Ο άλλος τις προάλλες επειδή κορνάραμε βγήκε και έσπασε τον καθρέφτη, πήρε τη λιμουζίνα του και έφυγε. Αυτός δεν είναι χρυσαυγίτης, είναι χειρότερος. Είναι το ένστικτο του ζώου που δεν το εγκαταλείψαμε ακόμη. Η διαφορά μας με τα ζώα είναι ο λόγος και επειδή ο λόγος έχει τεράστια δύναμη, το ένστικτο το κάνει εγκληματικό. Ο άνθρωπος είναι ικανός να σκοτώσει εκατομμύρια, χωρίς καν να χρειάζεται να τα φάει, όπως κάνουν τα ζώα. Πολλαπλασιάζεται η δύναμη της βίας εξαιτίας της τεράστιας ενέργειας που έχει ο λόγος.
Ας πάμε όμως στην τέχνη του. Ποια απ’ όλες; Είναι και πολυτεχνίτης.
Στον υπολογιστή, επειδή δεν μπορώ να κάνω μόνο μία δουλειά, ανακάλυψα τη γραφιστική. Φτιάχνω digital posters. Έχω κάνει και έκθεση ομαδική, μάλλον θα κάνω και ατομική. Έκανα και συλλογές τραγουδιών σε mp3. Τώρα έχω μαζέψει την ιστορία του μπλουζ, περίπου 2.000 τραγούδια. Και ετοιμάζω μία ιντερνετική σχολή κινηματογράφου. Θα απευθύνεται σε όλους και θα είναι δωρεάν. Έχω κάνει μία μελέτη για τον τρόπο διδασκαλίας μέσω multimedia. Είναι ένα πρόγραμμα που το λέω «λόγος». Πιστεύω ότι στο μέλλον όλα τα μαθήματα θα γίνονται έτσι. Θα είναι και πιο αποτελεσματικό στη μάθηση γιατί θα είναι και ψυχαγωγικό συγχρόνως. Μάλιστα είχα κάνει και εισήγηση για αυτό και στο ευρωκοινοβούλιο και κάποιες χώρες το υιοθέτησαν αλλά χωρίς να καταλάβουν. Η Ελλάδα το υιοθέτησε με την κομπίνα που τη λένε «πάμε σινεμά». Δώσανε κάμερες και πάνε τράβα ό,τι θέλεις. Δεν ήταν αυτό που έλεγα εγώ. Ξεκινάω με ένα πειραματικό σχέδιο που είναι η διδασκαλία της γλώσσας του κινηματογράφου γιατί όλο το πρόγραμμα βασίζεται εκεί. Με τον ίδιο τρόπο που κατασκευάζεται μια ταινία που πρέπει για δύο ώρες να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή, με την ίδια τεχνική προγραμματίζεις τα μαθήματά σου για να κρατήσεις το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος. Έχεις 2-3 βίντεο, 4-5 φωτογραφίες και κάποια λινκς. Ανοίγεις τη σελίδα, διαλέγεις οδηγό (πχ φιλοσοφία, προϊστορία, χτίσιμο σεναρίου) που σε παραπέμπει σε αντίστοιχα κεφάλαια από την τεχνολογία, το φωτισμό, τη σκηνοθεσία. Ξεκινάς το πρώτο μάθημα με μια ταινία μικρού μήκους που είναι μάθημα μοντάζ από μόνο του. Και μετά αρχίζει η ανάλυση. Ο οδηγός πρέπει να γραφτεί με τρόπο που θα μοιάζει με παραμύθι. Γιατί θα κερδίζεις χρόνο στη μάθηση αλλά και ένα άνοιγμα του μυαλού και μια ικανότητα στο να σκέφτεσαι και να συνδέεις πράγματα που διαφορετικών επιπέδων. Και συνηθίζει ο άλλος να σκέφτεται σε αντιστοιχίες.
Του ανακοινώνω τη συμμετοχή μου από τώρα. Και επειδή τον θεωρώ ήδη δάσκαλο (στα του ρεμπέτικου) και επειδή αγαπώ τον κινηματογράφο και επειδή μου αρέσουν τα πρωτοποριακά συστήματα. Η κουβέντα συνεχίζεται και φτάνει στο βιβλίο που ετοιμάζει. Για τον κινηματογράφο πάντα.
Το μάθημα θα γίνει με βάση το βιβλίο. Θα λέγεται κινολογικόν – το θεώρημα του τρίτου λόγου. Η Θέσια λέει ότι ο τίτλος δεν είναι κατατοπιστικός, το συζητάω. Η βασική αρχή στην οποία στηρίζεται είναι ότι ο κινηματογράφος δεν είναι η έβδομη τέχνη, αλλά ο τρίτος ανθρώπινος λόγος, μετά τον προφορικό και το γραπτό. Το δεύτερο κεφάλαιο είναι η ιστορία της σκέψης του ανθρώπου, μέσα από την κίνηση των εικόνων, από τις σπηλιές της Αλταμίρα που ζωγράφιζαν το άλογο σε κίνηση, μέχρι το μαγικό φανό του Αθανάσιους Κίρχερ. Ως εκεί η σκέψη των φιλοσόφων είναι στην ουσία μια σκέψη αλχημική. Αλχημεία είναι η σκέψη που συνδυάζει το ένα επίπεδο με το άλλο. Και στην ουσία ο Αθανάσιους Κίρχερ είναι αλχημιστής. Την ίδια χρονιά που βρήκε το μαγικό φανό, ο Ρενέ Ντεκάρτ εκδίδει το σκέφτομαι άρα υπάρχω και συγχρόνως σκυλοβρίζει τον Κίρχερ ότι είναι τσαρλατάνος. Ο γιος του καλύτερού του φίλου όμως, κλέβει το μαγικό φανό και κάνει προβολές στο Λονδίνο. Ο Ντεκάρτ στο βιβλίο του προτείνει την εγκατάλειψη του τσαρλατανισμού και της αλχημείας και την καθιέρωση της σκέψης που οδηγεί στην επιστήμη. Ο Νεύτωνας και ο Κέπλερ είναι επιστήμονες και αλχημιστές ακόμη. Διαχωρίζεται λοιπόν η αλχημεία από την επιστήμη και η αλχημεία οδηγείται στη διασκέδαση και συγχρόνως προχωρούν να βρουν το μυστικό που θα προβάλλεται μια ταινία, ενώ η επιστήμη προχωράει μόνη της. Κι έρχονται οι αδελφοί Λυμιέρ από τη μια και ο Έντισον από την άλλη και δένουν ξανά ασυνείδητα την επιστήμη με την αλχημεία γεννώντας τον κινηματογράφο. Από τότε, τώρα αρχίζουν και υποπτεύονται ότι ο κινηματογράφος είναι αλχημική τέχνη και μπορεί να δώσει πραγματική ανανέωση στην επιστήμη, όταν επιστρέψει και λίγο στο πνεύμα. Γιατί αν η επιστήμη μείνει απομονωμένη χωρίς την ποίηση της φαντασίας, θα εξαφανιστεί. Θα οδηγήσει στην τεχνοκρατία, στην οικονομία των τραπεζών και στις μηχανές που δουλεύουν μόνες τους και στο τίποτα.
Εκεί αρχίζουμε να μιλάμε για τη σχέση του με την αλχημεία, την αστρολογία, το μεταφυσικό, το θείο. Μου μιλάει και για τα θαύματα της ζωής του.
Από τη στιγμή που ο γαλλικός διαφωτισμός οδήγησε στα κινήματα τα αντικληρικά, τα οποία, εν ονόματι του αντικληρικού μένους, οδήγησαν στον αθεϊσμό. Και ξαφνικά βγαίνουν οι αθεϊστές και αντιμετωπίζουν το 99,9% των ανθρώπων σαν ηλίθιους. Δηλαδή εγώ που πιστεύω είμαι ηλίθιος; Και έχω δει και θαύματα. Όχι να αναστηθεί νεκρός ή να δει τυφλός. Θαύμα είναι ότι μια μέρα στο Παρίσι συνάντησα τον Νταλί και επί έξι μήνες συνεργαζόμασταν να κάνουμε ένα χάπενινγκ μαζί για το 666. Τελικά δεν έγινε και υπάρχουν διάφορες περιγραφές για αυτή την ιστορία. Στην πραγματικότητα αυτός που τη χάλασε τη δουλειά ήταν ένας φίλος μας που μας παρακάλεσε να του τον συστήσουμε και στο τέλος όταν σηκώθηκε να φύγει του είπε χαιρετισμούς στη μαντάμ Ελυάρ (εννοώντας την Γκαλά, την οποία έκλεψε από τον ποιητή και ήταν το μεγάλο σκάνδαλο του σουρεαλισμού), πράγμα που εξόργισε τον ζωγράφο. Του είπε ότι δεν υπάρχει μαντάμ Ελυάρ και τον κάλεσε σε μονομαχία. Κάποιοι τα μπέρδεψαν και είπαν ότι κάλεσε εμένα σε μονομαχία. Άλλο θαύμα είναι όταν ήρθα από την Αίγυπτο, απολύθηκα από το σουβλατζίδικο που δούλευα και ο φίλος μου ο Κώστας Καζάκος με ρώτησε αν θέλω να δουλέψω στο σινεμά και με έστειλε στον Κούνδουρο να του κάνω τον τρίτο βοηθό. Έφυγαν οι δύο πρώτοι και κατέληξα στους δέκα μήνες που βρισκόμουν στην Ελλάδα, πρώτος βοηθός του Κούνδουρου, που ήταν το ίνδαλμά μου. Η επαφή μου με τον Γιάννη Τσαρούχη ήταν άλλο ένα θαύμα. 18 χρονών στο Κάιρο έπαιζα κομπάρσος στο κυριακάτικο ξύπνημα του Κακογιάννη κι επειδή παίζαμε θέατρο, τον πλησίασα –ήταν ο σκηνογράφος της ταινίας- να του ζητήσω καμιά ιδέα για το σκηνικό και έκανε με ευχαρίστηση μία μακέτα για την παράσταση. Δεν έδωσα μεγάλη σημασία τότε, αν και μου είπε να μην τη χάσω γιατί σε λίγα χρόνια θα αποκτήσει μεγάλη αξία. Ήρθα στην Ελλάδα, τον συνάντησα στο Βυζάντιο αλλά ντράπηκα να τον ενοχλήσω. Λίγα χρόνια μετά, έκανα τη σκηνοθεσία μιας ταινίας που θα έβαζε την υπογραφή του ο Μανώλης Σκουλούδης -ένας ντελικανής. Για σκηνογράφο ήθελα τον Τσαρούχη. Υποτίθεται είχε να με δει πολλά χρόνια από το Κάιρο. Με το που πήγε να μας συστήσει με ρώτησε αν φύλαξα τη μακέτα που μου είχε κάνει. «Φύλαξέ την κι άλλο, θα ανέβει κι άλλο η τιμή της» μου είπε. Την έχασα. Είχα μια φωτογραφία από την Κρήτη, με μια σημαία κι ένα παντοπωλείο, που την πήρε και την έκανε πίνακα.
Η συνεργασία του με τον Τσαρούχη συνεχίστηκε και με άλλον τρόπο, όταν έγινε το 666, στο οποίο, εκτός του ότι ο ζωγράφος συμμετέχει με τη φωνή του, του έδωσε και την ιδέα πάνω στην οποία δούλεψε.
Ήρθε ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, λίγο πριν διαλυθούν οι Aphrodite’s child, και μου ζήτησε να κάνω προτάσεις για ένα έργο. Του πρότεινα από τη μια την αποκάλυψη του Ιωάννη κι από την άλλη τα πάθη του Χριστού. Επέλεξε την αποκάλυψη. Πήγα στον Τσαρούχη να μου δώσει καμιά ιδέα. Μου είπε: «θα κάνεις το μεγαλύτερο λάθος αν ταυτιστείς με μία από τις δύο αντιμαχόμενες δυνάμεις, είτε τους καλούς είτε τους κακούς. Θα τους αφήσεις να σφαχτούν μόνοι τους και θα πάρεις το μέρος των ανθρώπων των ασπροντυμένων, που ανεβαίνουν στα βουνά και, όταν ισοπεδώνεται η Βαβυλώνα, κατεβαίνουν και χτίζουν τη νέα Ιερουσαλήμ».
Έτσι έγινε ένα μεγαλειώδες έργο, που πούλησε 22.000.000 δίσκους. Και κανείς δεν μπορεί να πιστέψει πως ήταν αποκλειστικά ελληνική δουλειά.
Το είχε μπλοκάρει ο κύριος Φίλιπς, που ήταν και θρησκευόμενος καθολικός. Άκουσε την Ειρήνη Παπά, του σηκώθηκε η τρίχα, το απαγόρευσε και έμεινε στα αζήτητα. Κυκλοφόρησε μετά το θάνατό του. Και πάμε με τον Βαγγέλη σε ένα δισκοπωλείο να το δούμε. Τα μισά ράφια είναι γεμάτα με το 666 και στα άλλα μισά είναι ένας άλλος δίσκος, σκούρος με κάτι σαν λογότυπο στη μέση και πλησιάζουμε και είναι το Jesus Christ Superstar. Την ίδια μέρα. Σκέψου να κάναμε τελικά κι εμείς τα πάθη του Χριστού.
Επιστρέφουμε στο σήμερα και τον ρωτάω για τη σχέση με το φέισμπουκ.
Είναι προδοτικό μιας κυριαρχίας μιας πλειοψηφίας της μετριότητας. Αλλά εξαρτάται κι από τη χρήση. Αν το κάνεις για να λες καλημέρα –όλοι το κάναμε γιατί αυτή είναι η πρώτη παγίδα- περνάει μια επικοινωνία που δεν οδηγεί παρακάτω. Αν το αξιοποιήσεις για να μεταφέρεις τις δικές σου γνώσεις με τρόπο ελκτικό, λιγοστεύουν οι φίλοι αλλά γίνονται πιο ουσιαστικοί. Και γίνονται φίλοι, μαθητές και δάσκαλοι. Σε κάποιες κοινωνίες βέβαια αποδείχτηκαν πραγματικά εργαλεία της επανάστασης, όπως στην Αίγυπτο.
Και η ζωή εκτός φείσμπουκ;
Έχω πολύ καιρό να βγω, αλλά αυτό που έχω διαπιστώσει είναι ότι έχουν τελειώσει τα μαζικά κέντρα, οι αίθουσες που γεμίζουν κόσμο. Έχουμε γεμίσει με μικρά στέκια που κάνουν κάτι. Δεν πετυχαίνουν και πολλά, είναι και η διαφήμιση πολύ δύσκολη. Στο φέισμπουκ κάνεις μια εκδήλωση, δηλώνουν 200 ότι θα έρθουν και έρχονται 10. Το καλό είναι ότι παρακμάζει το λάιφσταϊλ και έρχεται κάτι άλλο, σκέτο λάιφ. Μία από τις ελπίδες μου είναι να αρχίσουν να δημιουργούνται από την αρχή οι παρέες. Όλα τα σημαντικά κινήματα φτιάχτηκαν από παρέες.
Η δεκαετία του ’50 και του ’60 στην Ελλάδα σημαδεύτηκε από μια παρέα, του Βυζαντίου, του καφενείου στην πλατεία Κολωνακίου. Την περιγράφει όπως την έζησε.
Εγώ φτωχαδάκι ήμουνα και πολλές φορές μου τον κερνούσαν τον καφέ. Νέοι, μεσόκοποι και μεγαλύτεροι, όλοι μαζί, κάθε βράδυ στο Βυζάντιο. Και σε ένα τραπέζι ο Μάνος Χατζιδάκις κάνει ανάλυση για το ρεμπέτικο τραγούδι σε σχέση με τον Βιβάλντι. Όλο το καφενείο γύρω από το Χατζιδάκι να τον ακούσουμε. Τελειώνει ο Χατζιδάκις και στο άλλο τραπέζι αρχίζει ο Τσαρούχης να μιλάει για το Θεόφιλο σε σχέση με τους ναΐφ της γαλλικής τέχνης. Όλοι γύρω από τον Τσαρούχη. Έρχεται ο Ρένος Αποστολίδης, αρχίζει και μιλάει για πολιτική. Όλοι γύρω από το Ρένο. Όλη νύχτα, επί χρόνια. Κι από κει και πέρα γεννιόντουσαν ιδέες και βγαίνανε πράγματα, ανταλλαγή πληροφοριών και δημιουργία.
Υπήρχαν συνεργασίες μέσα στις παρέες;
Στη διάρκεια της Χούντας που είχα γυρίσει για λίγο που μου δόθηκε αμνηστία, ο Μάνος Χατζιδάκις δεν έδινε συνέντευξη αν δε με ρωτούσε, γιατί ήμουν το φρέσκο μυαλό. Και μάλιστα, σε μια συνέντευξή του, τον έκαψα γιατί είχα ξεχάσει ότι εδώ είχε Χούντα και του είπα να πει αυτό που πίστευε, ότι οι πολιτικοί μας οδήγησαν στη δικτατορία. Και ο Κούνδουρος, μέχρι το Βύρωνα, ζητούσε τη γνώμη μου, ασχέτως αν δε με άκουγε. Όλοι αυτό κάναμε. Εγώ πριν γυρίσω τα δυο φεγγάρια τον Αύγουστο, έδωσα το σενάριο σε όλους και μου κάνανε όλοι κριτική. Δεν τους άκουσα κι εκεί την πάτησα. Ο χαρακτήρας μου ήταν ανύπαρκτος γιατί ένας δεν έβαζε την άλλη κάτω να την πηδήξει. Σε όλη τη διάρκεια του μοντάζ, από το γέλιο που ρίχναμε, είχα πιστέψει ότι έκανα μια ωραία κωμωδία. Παίζεται, παίρνει και βραβείο και την αντιμετωπίζουν σαν ποιητικό δράμα. Άρα κάπου την πάτησα. Και βρίσκομαι μετά από ένα χρόνο στο Κάιρο και παίζεται στο φεστιβάλ και γίνεται χαμός από το γέλιο και το χειροκρότημα. Οι Αιγύπτιοι έχουν ενθουσιαστεί και με σήκωσαν στους ώμους τους. Ο χαρακτήρας του πρωταγωνιστή ήταν χαρακτήρας Αιγύπτιου ή Αιγυπτιώτη. Γι’ αυτό την κατάλαβαν και αναγνώρισαν τον εαυτό τους. Τελικά δεν ξεφεύγεις από την καταγωγή σου.
Οι σχέσεις των σκηνοθετών ήταν στενές. Άλλοτε σχέσεις φιλίας, άλλοτε θαυμασμού, άλλοτε και τα δύο. Ο Κούνδουρος ήταν θαυμαστής του Ρεμπέτικου κι ο Φέρρης θαυμαστής του Δράκου. Στενή ήταν και η σχέση του με τον Αγγελόπουλο.
Επικρατεί η εντύπωση ότι με τον Αγγελόπουλο ήμασταν εχθροί, ενώ ήμασταν πολύ φίλοι και γεννημένοι με 9 μέρες διαφορά. Του είχα κάνει και το ωροσκόπιο και του τα είχα προβλέψει όλα. Απλώς ο κινηματογράφος του δε μου άρεσε και το ήξερε. Μόνο στο Μεγαλέξανδρο, με τη σφαγή του Δήλεσι, ένα θέμα που όλοι θέλαμε να ασχοληθούμε, ήταν η πρώτη φορά που μου άρεσε ταινία του Αγγελόπουλου. Το ήξερε κι ο ίδιος ότι θα μου αρέσει.
Μια συζήτηση με τον Κώστα Φέρρη μπορεί και να μην έχει τέλος. Καταλαβαίνεις ότι πέρασε η ώρα, όταν αρχίζει και νυχτώνει, ή όταν το στομάχι γουργουρίζει. Πάντα υπάρχουν πολλά και συναρπαστικά θέματα για συζήτηση. Και πάντα σου βγάζει κάτι καινούργιο που ετοιμάζει. Λίγο πριν το διαλύσουμε, μου είπε και για την ταινία που έχει στο πρόγραμμα. Μια ιστορία χωρισμού, με πρωταγωνιστή ένα σκηνοθέτη που έζησε το Μάη του ‘68. Κάποιον μας θυμίζει, αν και δε βλέπουμε χωρισμό, γιατί ξέρουμε πόσο αγαπιούνται με τη Θέσια Παναγιώτου. Την περιμένουμε, μαζί με όλα τ’ άλλα.